- ελευθέρωση
- [-ις (-εως)] η освобождение; вызволение, избавление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελευθέρωση — η (ΑΜ ἐλευθέρωσις) απαλλαγή, λύτρωση από κάτι αρχ. κατάχρηση, ακολασία … Dictionary of Greek
ελευθέρωση — η το ελευθέρωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλευθερώσῃ — ἐλευθερώσηι , ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (epic) ἐλευθερόω set free aor subj mid 2nd sg ἐλευθερόω set free aor subj act 3rd sg ἐλευθερόω set free fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόριο — Μικροσκοπικό όργανο, μονοκύτταρο ή όχι, της αγενούς αναπαραγωγής των θαλλόφυτων, βρυόφυτων, πτεριδόφυτων, που γι’ αυτό ονομάζονται από μερικούς και σποριόφυτα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα φυτά τα λεγόμενα σπερματόφυτα, στα οποία η αναπαραγωγή… … Dictionary of Greek
ἐλευθερώσηι — ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (epic) ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free aor subj mid 2nd sg ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free aor subj act 3rd sg ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ελευθερωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελευθέρωση … Dictionary of Greek
νευρολυσία — η ιατρ. επέμβαση για την ελευθέρωση ενός νεύρου που συμπιέζεται από αλλοιώσεις οι οποίες υπάρχουν στη διαδρομή του … Dictionary of Greek
ξεμπλοκάρισμα — το [ξεμπλοκάρω] 1. ελευθέρωση, άνοιγμα διεξόδου («το ξεμπλοκάρισμα τής λεωφόρου») 2. αποδέσμευση … Dictionary of Greek
υδροφράκτης — και υδροφράχτης, ο, Ν 1. σύστημα εξοπλισμένο με μία ή και περισσότερες θύρες ή βάννες, που χρησιμοποιείται για τη διακοπή, την ελευθέρωση ή τον περιορισμό τής ροής τού νερού 2. συνεκδ. η κυρίως θύρα τού παραπάνω συστήματος 3. υδατοφράκτης, φράγμα … Dictionary of Greek